-
1 ἀναιρέω
A take up, ἀνελόντες ἀπὸ χθονός having raised the victim from the ground, so as to cut its throat (cf. αὐερύω), Od.3.453.2 take up and carry off, bear away, esp. prizes,ἀέθλια Il.23.736
, cf. 551;στεφανηφόρους ἀγῶνας ἀναραιρηκότα Hdt.5.102
;Ὀλύμπια ἀναραιρηκώς 6.36
, cf. B. 1.1.4 take up bodies for burial,ἀνελόντες καὶ κατακλαύσαντες Ar. V. 386
, cf. X.An.6.4.9; more common in [voice] Med., v. infr. B. 1.3.II make away with, destroy, of men, kill, Hdt.4.66;πολλοὺς ἀναιρῶν A.Ch. 990
; σὲ μὲν ἡμετέρα ψῆφος ἀ. E.Andr. 517;θανάτοις ἀ. Pl.Lg. 870d
;ἐκ πολιτείας τοιαῦτα θηρία ἀ. Din.3.19
, etc.2 of things, abrogate, annul,ὅρους ἀνεῖλον πολλαχῇ πεπηγότας Sol.36.4
;νόμον Aeschin.3.39
;διαθήκας Is.1.14
;στήλας And.1.103
;ἀταξίαν D.3.35
, etc.;ἐκ μέσου ἀ. βλασφημίας Id.10.36
;τηλικαύτην ἀνελόντας μαρτυρίαν Id.28.5
; abolish,τὰς τῶν παρανόμων γραφάς Arist.Ath.29.4
:— [voice] Pass.,ἀνῄρηνται ὀλιγαρχίαι X.Cyr.1.1.1
.3 destroy an argument, confute it, Arist.; esp. confute directly, opp. διαιρέω (v.ἀναίρεσις 11.4
), Arist.SE 176b36, al.; ἀ. ἑαυτὸν confute oneself, Olymp.in Mete.25.14.4 in argument, do away with,τὰς ὑποθέσεις Pl.R. 533c
; deny, opp. τιθέναι, S.E.P.1.192, al.III appoint, ordain, of oracle's answer to inquiry,ὁ θεὸς αὐτοῖς ἀ. παραδοῦναι Th.1.25
;οὓς ἂν ὁ θεὸς ἀνέλῃ Pl.Lg. 865d
, cf. 642d;ἀνεῖλεν θεοῖς οἷς ἔδει θύειν X.An.3.1.6
: also c. acc. et inf., , etc.: abs., answer, give a response, ἀνεῖλε τὸ χρηστήριον ibid.; ἀ. τι περί τινος give an oracle about a thing, Pl.Lg. 914a;μαντείας ἀ. D. Ep.1.16
:—[voice] Pass., Id.21.51.B [voice] Med., take up for oneself, take up, pick up,οὐλοχύτας ἀνέλοντο Il.1.449
; ἀσπίδα, ἔγχος, 11.32, 13.296;κυνέην Hdt.1.84
; ; achieve, win, ἀ. τὴν Ὀλυμπιάδα, τὴν νίκην, Hdt.6.70, 103, D.H.5.47; generally, ἀ. ἐπιφροσύνας take thought, Od.19.22;εὐδαιμονίαν Pi.N.7.56
, cf. Thgn.281; in bad sense,ὄνειδος σπαργάνων ἀ. S.OT 1035
; εἴ σ' ἀνελοίμην if I should take thee into my service, Od.18.357; σῖτα ἀ. get forage, Hdt.4.128; ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψυχῆς ἀ. exact vengeance for.., Id.2.134.2 take up and carry off, snatch,κούρας ἀνέλοντο θύελλαι Od.20.66
;ἀναιρούμενος οἴκαδε φέρειν Pl.Lg. 914b
; ἀνείλατο (for the form cf. Hsch.)δαίμων Epigr.Gr.404.1
.3 take up for burial (cf. A.1.4), Hdt.4.14, Th.4.97, etc.; ;τὰ ὀστέα Hdt.2.41
; of the ashes of the dead,πυρὸς ἀ. ἄθλιον βάρος S.El. 1140
; of one still living, E.Hel. 1616, X.HG6.4.13; τοὺς ναυαγούς ib.1.7.4, cf. 11;τοὺς δέκα στρατηγοὺς τοὺς οὐκ ἀνελομένους τοὺς ἐκ τῆς ναυμαχίας Pl.Ap. 32b
:—[voice] Pass.,ἀναιρεθέντων τῶν νεκρῶν.. ὑγιὴς ἀνῃρέθη Id.R. 614b
, al.4 take up in one's arms, Il.16.8: hence, take up new-born children, own them, Plu.Ant.36, cf. Ar.Nu. 531; take up an exposed child, Men. Sam. 159, cf. BGU 1110, etc.5 conceive in the womb, c. acc., Hdt. 2.108, 6.69.II take upon oneself, undertake,πόνους Hdt.6.108
; πόλεμόν τινι war against one, Id.5.36;πολέμους ἀναιρούμεσθα E.Supp. 492
, cf. D.1.7;ἀ. ἔχθραν Pl.Phdr. 233c
, D.6.20; ἀ. δημόσιον ἔργον undertake, contract for the execution of a work, Pl.Lg. 921d, cf. a, b, D.53.21.2 accept as one's own, adopt,γνώμην Hdt.7.16
.ά; τὰ οὐνόματα τὰ ἀπὸ τῶν βαρβάρων ἥκοντα 2.52
; ἀ. φιλοψυχίην entertain a love for life, 6.29.III rescind, cancel, συγγραφήν, συνθήκας, etc., D.34.31, 48.46, IG7.3171 (Orchom. [dialect] Boeot., iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναιρέω
-
2 ναυ-ᾱγός
ναυ-ᾱγός, ion. ναυηγός, Her. 4, 103, – 1) dem das Schiff zerbrochen, schiffbrüchig; ναυαγὸν ἐκπεσόντα, Eur. Hel. 546, öfter; Philem. bei Stob. fl. 30, 4; οὐκ ἀνείλοντο τοὺς ναυαγούς, Xen. Hell. 1, 7, 4; oft bei Sp.; auch ναυηγὸς μόρος, Antiphan. 6 (IX, 84). – Auch übertr., verunglückt, zu Schaden gekommen. – 2) ein Schiff führend, lenkend, Euphorion fr. 111 in Phot. bibl. 532 b 20; vgl. Suid. u. Lob. Phryn. 429; aber ναυηγοὶ ἄνεμοι, Ep. ad. 383 (IX, 105), vergleicht Mein. zu Euphor. richtig mit naufragum mare des Hor.
См. также в других словарях:
Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… … Dictionary of Greek
ναυαγοσώστης — ο θηλ. ώστρια αυτός που σώζει ναυαγούς: Ναυαγοσώστες περιμάζεψαν τους ναυαγούς από τη θάλασσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαλασσοταραχή — η τρικυμία: Η θαλασσοταραχή δεν τους άφησε να περισυλλέξουν τους ναυαγούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
PHASIS — I. PHASIS fluv, celeberrimus, cuius elegans admodum descriptio exstat apud Arrianum in Periplo Ponti Euxini. Virg. Georg. l. 4. v. 367. Phasimque Lycumque Quae coniunctio ad laudem utriusque fluvii. Siquidem teste Strabone l. 11. Ποταμοὶ πλείους… … Hofmann J. Lexicon universale
ναυαγός — ο και η (ΑΜ ναυαγός, όν, Α ιων. τ. ναυηγός) αυτός που ναυάγησε, καραβοτσακισμένος («οὐκ ἀνείλοντο τοὺς ναυαγούς», Ξεν.) νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει αποτύχει στη ζωή του («είναι ένας ναυαγός τού έρωτα») αρχ. 1. ως ουσ. αυτός που οδηγεί … Dictionary of Greek
αεροναυαγοσωστικό — το (Αεροπ.) κατάλληλα εξοπλισμένο αεροσκάφος που χρησιμοποιείται: 1) για να επισημάνει ναυαγούς και να ειδοποιήσει τα αρμόδια συνεργεία για την παραλαβή τους και 2) για να τούς εφοδιάσει με τα απαιτούμενα μέσα διασώσεως (βάρκες, σωσίβια κ.λπ.) ή… … Dictionary of Greek
Ταύροι — Οι φυλές που κατοικούσαν στην αρχαία Ταυρική. Οι βόρειοι ήταν νομάδες και οι νότιοι γεωργοί. Λάτρευαν την παρθένα θεά Oρσιλόχη ή Ταυρώ, την οποία οι Έλληνες ταύτιζαν με την Άρτεμη. Ιέρειά της έγινε η Ιφιγένεια. Οι Τ. έκαναν ανθρωποθυσίες με… … Dictionary of Greek
εκρίπτω — ἐκρίπτω (AM) και ἐκριπτῶ ( έω) (Α) μσν. 1. πετώ μπροστά, απλώνω 2. (για ναυαγούς) εκβράζω 3. παθ. εκβράζομαι, φέρομαι από τους ανέμους αρχ. 1. ρίχνω έξω, απορρίπτω 2. (για φορτίο πλοίου) ρίχνω στη θάλασσα, κάνω αβαρία* 3. (για λόγια) εκστομίζω 4 … Dictionary of Greek
ναυαγοσώστης — ο 1. αυτός που σώζει ή έχει ως έργο του να σώζει ναυαγούς ή ναυαγισμένα πλοία 2. (στις οργανωμένες πλαζ) ειδικός υπάλληλος επιφορτισμένος να παρακολουθεί τους λουομένους και να επεμβαίνει στην περίπτωση που κάποιος κινδυνεύει να πνιγεί σώζοντας… … Dictionary of Greek